- τεφαρίκι
- το (λ. τουρκ.), εκλεκτό πράγμα, αριστούργημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεφαρίκι — το, Ν πολύ καλό πράγμα, πράγμα εκλεκτής ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tefarik] … Dictionary of Greek